ταχινός

ταχινός
ταχινός, ή, όν (poetic and late prose for ταχύς; Theocr. et al.; CIA III 1344, 3; Cat. Cod. Astr. I 137; LXX; Mel., P. 20, 142)
pert. to a very brief extent of time, with focus on speed of action, quick, in haste ταχινὸς γενέσθω Hs 9, 26, 6.
pert. to taking place without delay, coming soon, imminent, swift 2 Pt 1:14; 2:1. ἡ μετάνοια αὐτῶν ταχινὴ ὀφείλει εἶναι they must repent soon Hs 8, 9, 4; cp. 9, 20, 4.—DELG s.v. ταχύς. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν …   Dictionary of Greek

  • ταχινός — ή, ό 1. αυγινός, πρωινός. 2. το θηλ. ταχινή, η ως ουσ., α. πρωινό, πουρνό. β. πρωινή δροσιά, πάχνη. 3. το αρσ., Ταχινός, ο ως κύρ. όν., ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχινά — ταχινός neut nom/voc/acc pl ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc/acc dual ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινώτερον — ταχινός adverbial comp ταχινός masc acc comp sg ταχινός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινόν — ταχινός masc acc sg ταχινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχιναί — ταχινός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῖς — ταχινός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῖσι — ταχινός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοί — ταχινός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῦ — ταχινός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”